- ζαθέως
- ζάθεοςvery divineadverbialζάθεοςvery divinemasc acc pl (doric)ζάθεοςvery divineadverbialζάθεοςvery divinemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζάθεος — ζάθεος, α, ον (Α) (ποιητ. επίθ. για τόπους που ευνοούν οι θεοί και ως τιμητικό επίθ. για πρόσ. ή πράγματα) πολύ θείος, ιερός, πανίερος. επίρρ... ζαθέως (Α) ιερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θεός] … Dictionary of Greek